προσδραμών

προσδραμών
προσδραμών s. προστρέχω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσδραμών — προστρέχω run to aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλικοφόρος — κυλικοφόρος, ον (Α) (για τρίποδες) αυτός που φέρει κύλικες («προσδραμών ὁ Θεαγένης ἑνί τῶν κυλικοφόρων τριπόδων», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”